-
1 петля
-и, γεν. πλθ. -тель, δοτ. -тлям θ.1. θηλιά•делать -ю φτιάχνω θηλιά•
затянуть -ю τραβώ (σφίγγω) τη θηλιά.
|| αδιέξοδο χαμός, καταστροφή. || θηλιά πλεκτού.2. κυκλοτερής κίνηση, οχτάρι.3. κουμπότρυπα.4. ρεζές, στρόφιγγα, στροφέας.εκφρ.петля затягивается (сжимает(ся) – σφίγγει η θηλιά (σφίγγουν τα πράγματα (ζορίζονται), χειροτερεύει η κατάσταση•влезть (попасть) в -ю; очутиться (оказать(ся) в -е – βρίσκομαι σε δύσκολη κατάσταση ή σε αδιέξοδο•надеть (накинуть) -го на себя – ρίχνω θηλιά στον εαυτό μου, τά θελα και τά παθα.